- προκατειλημμένος
- -η, -ο, Ν(μτχ. παθ. παρακμ.) βλ. προκαταλαμβάνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκατειλημμένος — προκαταλαμβάνω seize beforehand perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλαμβάνω — προκαταλαμβάνω, προκατέλαβα, προκατειλημμένος βλ. πίν. 165 Σημειώσεις: προκαταλαμβάνω : η μτχ. προκατειλημμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που δείχνει προκατάληψη) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προκαταλαμβάνω — προκατάλαβα και προκατέλαβα, προκατειλημμένος 1. καταλαμβάνω από πριν. 2. μτφ., προδιαθέτω κάποιον στο σχηματισμό γνώμης: Είναι προκατειλημμένος εναντίον μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προδιαγιγνώσκω — Α 1. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, συναισθάνομαι κάτι εκ τών προτέρων («τοῡ δὲ πολέμου τὸν παράλογον ὅσος ἐστί, πρὶν ἐν αὐτῷ γενέσθαι προδιάγνωτε», Θουκ.) 2. αποφασίζω, καθορίζω κάτι από πριν («ἅ σφεῑς προδιαγνόντες παραινοῡσιν», Θουκ.) 3. φρ. «μηδὲν… … Dictionary of Greek
προδιατίθημι — ΝΜΑ νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προδιατεθειμένος, η, ο α) προετοιμασμένος ψυχικά, προϊδεασμένος β) προκατειλημμένος μσν. αρχ. 1. διευθετώ, τακτοποιώ κάτι προηγουμένως 2. προδιαθέτω («προδιατίθημι τινὰ οἰκείως ἔχειν», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ *… … Dictionary of Greek
προκαταλαμβάνω — ΝΜΑ (κυρίως για στρατιωτική δύναμη) καταλαμβάνω εκ τών προτέρων ή πριν από άλλους (α. «ο λόχος μας διατάχθηκε να προκαταλάβει το ύψωμα» β. «ἐβούλοντο τὴν Πλάταιαν αἰεὶ σφίσι διάφορον οὖσαν ἔτι ἐν εἰρήνῃ τε καὶ τοῡ πολέμου μήπως φανεροῡ καθεστῶτος … Dictionary of Greek
προσκλινής — ές, ΝΜΑ [προσκλίνω] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το προσκλινές επίπεδη ανώτατη επιφάνεια τού προπετάσματος ενός οχυρώματος ή χαρακώματος νεοελλ. μσν. κεκλιμένος, γερμένος αρχ. 1. προκατειλημμένος, προδιαθετειμένος 2. αδρανής, αργός … Dictionary of Greek